ενεστώτας chuck
γ΄ ενικό ενεστώτα chucks
αόριστος chucked
παθητική μετοχή chucked
ενεργητική μετοχή chucking

chuck (en)

  1. (μεταβατικό, ανεπίσημο) πετάω κάτι απρόσεκτα
    ⮡  I chuck the ball to someone.
    Πετώ μια μπάλα σε κάποιον.
    ⮡  I chuck a rock at somebody.
    Πετώ μια πέτρα σε κάποιον (για να τον χτυπήσω).
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη throw
  2. (μεταβατικό, ανεπίσημο) πετάω κάτι ως άχρηστο
    ⮡  Chuck all these papers!
    Πέτα όλα αυτά τα χαρτιά!
    ⮡  They chucked all the old furniture and bought new ones.
    Πέταξαν όλα τα παλιά έπιπλα και αγόρασαν καινούρια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη junk