Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
flip flips

flip (en)

Παράγωγα

επεξεργασία
ενεστώτας flip
γ΄ ενικό ενεστώτα flips
αόριστος flipped
παθητική μετοχή flipped
ενεργητική μετοχή flipping

flip (en)

  1. στρίβω
  2. (μεταβατικό) πετάω νόμισμα
    ⮡  I flip a coin.
    Πετώ ψηλά ένα νόμισμα.
     συνώνυμα: toss