στρίψιμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈstɾi.psi.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρί‐ψι‐μο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρίψιμο ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του στρίβω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη στρίβω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ στρίψιμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας