twist
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
twist | twists |
twist (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | twist |
γ΄ ενικό ενεστώτα | twists |
αόριστος | twisted |
παθητική μετοχή | twisted |
ενεργητική μετοχή | twisting |
twist (en)
- (μεταβατικό) στρίβω κάτι σε ένα συγκεκριμένο σχήμα
- ⮡ He twisted a sheet to make a rope.
- Έστριψε ένα σεντόνι για να φτιάξει σκοινί.
- ⮡ He twisted a sheet to make a rope.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) στρίβω, γυρίζω μέρος του σώματός μου ενώ το υπόλοιπο μένει ακίνητο
- ⮡ He twisted his head around the look over his shoulder.
- Έστριψε το κεφάλι για να δει πάνω από τον ώμο.
- ⮡ He twisted his head around the look over his shoulder.
- (μεταβατικό) εξαρθρώνω, τραυματίζω μέρος του σώματός μου, ειδικά τον αστράγαλο, τον καρπό ή το γόνατό μου
- (μεταβατικό) συστρέφω, στρέφω κάτι γύρω ή μέσα από ένα αντικείμενο
- ⮡ The climbing plants were twisted around the trunks of the trees.
- Tα αναρριχώμενα φυτά συστρέφονται γύρω από κορμούς δέντρων.
- ⮡ Wire rope consists of wires that have been twisted around a thick thread.
- Tο συρματόσκοινο αποτελείται από σύρματα που τα έχουν συστρέψει γύρω από ένα χοντρό νήμα.
- ⮡ The climbing plants were twisted around the trunks of the trees.
- (αμετάβατο) τυλίγω, κινούμαι ή μεγαλώνω τυλίγοντας γύρω από κάτι
- ⮡ The snake twisted around the tree.
- Το φίδι τυλίχτηκε γύρω από το δέντρο.
- ⮡ The snake twisted around the tree.
- στριφογυρίζω κάτι
- διαστρέφω, διαστρεβλώνω, παραποιώ την αλήθεια
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- twist (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- twist (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 302, 825-826, 904. ISBN 9780194325684., λήμμα: εξαρθρώνω, στρίβω, τυλίγω