Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /twɪst/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /tw̥ɪst/ (ΗΠΑ)
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
twist twists

twist (en)

  • (μετρήσιμο) η στροφή, μια απότομη καμπύλη σε δρόμο ή ποτάμι
    ⮡  The path through the forest had a lot of twists.
    Ο δρόμος, διαμέσου του δάσους, είχε πολλές στροφές.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη bend
ενεστώτας twist
γ΄ ενικό ενεστώτα twists
αόριστος twisted
παθητική μετοχή twisted
ενεργητική μετοχή twisting

twist (en)

  1. (μεταβατικό) στρίβω κάτι σε ένα συγκεκριμένο σχήμα
    ⮡  He twisted a sheet to make a rope.
    Έστριψε ένα σεντόνι για να φτιάξει σκοινί.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) στρίβω, γυρίζω μέρος του σώματός μου ενώ το υπόλοιπο μένει ακίνητο
    ⮡  He twisted his head around the look over his shoulder.
    Έστριψε το κεφάλι για να δει πάνω από τον ώμο.
  3. (μεταβατικό) εξαρθρώνω, τραυματίζω μέρος του σώματός μου, ειδικά τον αστράγαλο, τον καρπό ή το γόνατό μου
    ⮡  I twist my ankle and my wrist.
    Εξαρθρώνω το πόδι μου και το χέρι μου.
    ⮡  He fell and twisted his knee.
    Έπεσε και εξάρθρωσε το γόνατό του.
     συνώνυμα: sprain
  4. (μεταβατικό) συστρέφω, στρέφω κάτι γύρω ή μέσα από ένα αντικείμενο
    ⮡  The climbing plants were twisted around the trunks of the trees.
    Tα αναρριχώμενα φυτά συστρέφονται γύρω από κορμούς δέντρων.
    ⮡  Wire rope consists of wires that have been twisted around a thick thread.
    Tο συρματόσκοινο αποτελείται από σύρματα που τα έχουν συστρέψει γύρω από ένα χοντρό νήμα.
  5. (αμετάβατο) τυλίγω, κινούμαι ή μεγαλώνω τυλίγοντας γύρω από κάτι
    ⮡  The snake twisted around the tree.
    Το φίδι τυλίχτηκε γύρω από το δέντρο.
  6. στριφογυρίζω κάτι
  7. διαστρέφω, διαστρεβλώνω, παραποιώ την αλήθεια

Παράγωγα

επεξεργασία