twist off
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | twist off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | twists off |
αόριστος | twisted off |
παθητική μετοχή | twisted off |
ενεργητική μετοχή | twisting off |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαtwist off (en)
- κόβω κάτι στρίβοντάς το, γυρίζω και τραβάω κάτι με το χέρι μου για να το αφαιρέσω από κάτι
- ⮡ He twisted off the branch.
- Έκοψε το κλαδί στρίβοντάς το.
- ⮡ He twisted off the branch.
Πηγές
επεξεργασία- twist off - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 825-826. ISBN 9780194325684., λήμμα: στρίβω