Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /spɹeɪn/


ενεστώτας sprain
γ΄ ενικό ενεστώτα sprains
αόριστος sprained
παθητική μετοχή sprained
ενεργητική μετοχή spraining

sprain (en)

  • εξαρθρώνω, βγάζω, τραυματίζω μια άρθρωση στο σώμα μου, ειδικά τον καρπό ή τον αστράγαλό μου, στρίβοντάς την ξαφνικά
    ⮡  I sprain my ankle and my wrist.
    Εξαρθρώνω το πόδι μου και το χέρι μου.
    ⮡  I sprain my ankle.
    Βγάζω το πόδι μου.
     συνώνυμα: twist