Ετυμολογία

επεξεργασία
get rid of < → δείτε τις λέξεις get, rid και of

  Έκφραση

επεξεργασία

get rid of (en)

  • (μεταβατικό, ιδιωματισμός) απαλλάσσομαι από κάποιον ή κάτι που με ενοχλεί ή που δεν θέλω· πετάω κάτι ως άχρηστο
    We need to get rid of the mice.
    Πρέπει να απαλλαγούμε από τα ποντίκια.
    Finally, I’ve gotten rid of her!
    Επιτέλους απαλλάχτηκα από δαύτη!
    Get rid of all these papers!
    Πέτα όλα αυτά τα χαρτιά!
    They got rid of all the old furniture and bought new ones.
    Πέταξαν όλα τα παλιά έπιπλα και αγόρασαν καινούρια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη junk