get rid of
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαget rid of (en)
- (μεταβατικό, ιδιωματισμός) απαλλάσσομαι από κάποιον ή κάτι που με ενοχλεί ή που δεν θέλω· πετάω κάτι ως άχρηστο
- ⮡ We need to get rid of the mice.
- Πρέπει να απαλλαγούμε από τα ποντίκια.
- ⮡ Finally, I’ve gotten rid of her!
- Επιτέλους απαλλάχτηκα από δαύτη!
- ⮡ Get rid of all these papers!
- Πέτα όλα αυτά τα χαρτιά!
- ⮡ They got rid of all the old furniture and bought new ones.
- Πέταξαν όλα τα παλιά έπιπλα και αγόρασαν καινούρια.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη junk
- ⮡ We need to get rid of the mice.
Πηγές
επεξεργασία- rid (idioms): get rid of somebody/something - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 89. ISBN 9780194325684., λήμμα: απαλλάσσω