ενικός         πληθυντικός  
fratricide fratricides

Ουσιαστικό

επεξεργασία

fratricide (fr) αρσενικό

  1. η αδελφοκτονία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fratricide fratricides

fratricide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο/η αδελφοκτόνος
      ενικός         πληθυντικός  
fratricide fratricides

fratricide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αδελφοκτόνος