Ετυμολογία

επεξεργασία

fratricida (pt) < λατινικό fratricida

ενικός πληθυντικός
fratricida fratricidas

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fratricida (pt) αρσενικό ή θηλυκό αλλά όχι σε όλες τις χώρες που μιλούν πορτογαλικά

  1. ο, η αδελφοκτόνος , ο Κάιν, εκείνος/η που σκοτώνει τον αδελφό ή την αδελφή του/της

  Επίθετο

επεξεργασία

fratricida (pt) αρσενικό ή θηλυκό

  1. χαρακτηρισμός πράξης ή σκέψης που έχει τα χαρακτηριστικά της αδελφοκτονίας, δηλαδή του φόνου ενός αδελφού, ενός αδελφικού φίλου, ενός ομοϊδεάτη ή ενός συμπολίτη (π.χ. στον εμφύλιο πόλεμο)