fratricida
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
fratricida (pt) < λατινικό fratricida
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fratricida | fratricidas |
Ουσιαστικό επεξεργασία
fratricida (pt) αρσενικό ή θηλυκό αλλά όχι σε όλες τις χώρες που μιλούν πορτογαλικά
- ο, η αδελφοκτόνος , ο Κάιν, εκείνος/η που σκοτώνει τον αδελφό ή την αδελφή του/της
Επίθετο επεξεργασία
fratricida (pt) αρσενικό ή θηλυκό
- χαρακτηρισμός πράξης ή σκέψης που έχει τα χαρακτηριστικά της αδελφοκτονίας, δηλαδή του φόνου ενός αδελφού, ενός αδελφικού φίλου, ενός ομοϊδεάτη ή ενός συμπολίτη (π.χ. στον εμφύλιο πόλεμο)