σπερματοκτόνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπερματοκτόνος < σπέρματ(ος) + -ο- + -κτόνος
Επίθετο
επεξεργασίασπερματοκτόνος, -ος/-α, -ο
- που σκοτώνει τα σπερματοζωάρια
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπερματοκτόνος
σπερματοκτόνος, -ος/-α, -ο