spermicide
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαspermicide (en)
- σπερματοκτόνο, τοπικό αντισυλληπτικό που καταστρέφει τα σπερματοζωάρια
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
spermicide | spermicides |
spermicide (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
spermicide | spermicides |
spermicide (fr) αρσενικό
- τοπικό αντισυλληπτικό που καταστρέφει τα σπερματοζωάρια