↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η τυραννοκτόνος οι τυραννοκτόνοι
      γενική του/της τυραννοκτόνου των τυραννοκτόνων
    αιτιατική τον/την τυραννοκτόνο τους/τις τυραννοκτόνους
     κλητική τυραννοκτόνε τυραννοκτόνοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Οι τυραννοκτόνοι Αρμόδιος και ο Αριστογείτων, που λατρεύτηκαν ως ήρωες της δημοκρατίας.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τυραννοκτόνος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τυραννοκτόνος. Συγχρονικά αναλύεται σε τύρανν(ος) + -ο- + -κτόνος (κτείνω σκοτώνω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ti.ɾa.noˈkto.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τυ‐ραν‐νο‐κτό‐νος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τυραννοκτόνος αρσενικό ή θηλυκό

  1. εκείνος που σκοτώνει τυράννους, καταπιεστικούς ηγέτες
    «Τυραννοκτόνοι», συνώνυμο των ονομάτων του ζεύγους Αρμοδίου και Αριστογείτονα οι οποίοι (για προσωπικούς λόγους) δολοφόνησαν το 514 π.Χ. τον Πεισιστρατίδη τύραννο Ίππαρχο.
    Λουκιανός, Τυραννοκτόνος στη Βικιθήκη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / τυραννοκτόνος οἱ/αἱ τυραννοκτόνοι
      γενική τοῦ/τῆς τυραννοκτόνου τῶν τυραννοκτόνων
      δοτική τῷ/τῇ τυραννοκτόν τοῖς/ταῖς τυραννοκτόνοις
    αιτιατική τὸν/τὴν τυραννοκτόνον τοὺς/τὰς τυραννοκτόνους
     κλητική ! τυραννοκτόνε τυραννοκτόνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τυραννοκτόνω
γεν-δοτ τοῖν  τυραννοκτόνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «ἵππος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τυραννοκτόνος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τύρανν(ος) + -ο- + -κτόνος (κτείνω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τυραννοκτόνος αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία