Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
parasiticide < parasite + -cide
      ενικός         πληθυντικός  
parasiticide parasiticides

parasiticide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
parasiticide parasiticides

parasiticide (fr) αρσενικό