παρασιτοκτόνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρασιτοκτόνο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παρασιτοκτόνος < παράσιτο + -ο- + -κτόνος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική parasiticide)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρασιτοκτόνο ουδέτερο
- (φαρμακευτική) φάρμακο που σκοτώνει τα παράσιτα ή συμβάλλει στην εξολόθρευσή τους
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρασιτοκτόνο
|