Ετυμολογία

επεξεργασία
ραντίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ῥαντίζω

ραντίζω

  1. ρίχνω υγρό σε σταγόνες πάνω σε κάτι
    προαιρετικά ραντίζουμε το παντεσπάνι με λίγο κονιάκ
  2. (ειδικότερα) (για φυτά) ψεκάζω
    έχω να ραντίσω και τις ελιές

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία