Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ῥαντίζω < ῥαίνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ῥαντίζω

  1. ρήμα της μεταγενέστερης ελληνικής, ραντίζω
  2. καθαρίζω