Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρέντιγος η αρέντιγη το αρέντιγο
      γενική του αρέντιγου της αρέντιγης του αρέντιγου
    αιτιατική τον αρέντιγο την αρέντιγη το αρέντιγο
     κλητική αρέντιγε αρέντιγη αρέντιγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρέντιγοι οι αρέντιγες τα αρέντιγα
      γενική των αρέντιγων των αρέντιγων των αρέντιγων
    αιτιατική τους αρέντιγους τις αρέντιγες τα αρέντιγα
     κλητική αρέντιγοι αρέντιγες αρέντιγα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρέντιγος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

αρέντιγος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία