Δείτε επίσης: μπογιάς, μπογιά, μπόγια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπόγιας οι μπόγιες
      γενική του μπόγια
    αιτιατική τον μπόγια τους μπόγιες
     κλητική μπόγια μπόγιες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπόγιας < (άμεσο δάνειο) ιταλική boia < λατινική boia < αρχαία ελληνική βοεία (αντιδάνειο) < βόειος < βοῦς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπόγιας αρσενικό

  1. (παρωχημένο, κυριολεκτικά) ο δήμιος
  2. (επάγγελμα) αυτός που μαζεύει τα αδέσποτα σκυλιά
  3. (μεταφορικά) ο κακός και σκληρόκαρδος άνθρωπος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη βόδι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία