boia
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
boia (it)
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- boia < αρχαία ελληνική βοεία < βόειος < βοῦς
Ουσιαστικό επεξεργασία
boia (la) θηλυκό
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | boia | boiae |
γενική | boiae | boiārum |
δοτική | boiae | boiīs |
αιτιατική | boiam | boiās |
κλητική | boia | boiae |
αφαιρετική | boiā | boiīs |