↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δερμάτινος η δερμάτινη το δερμάτινο
      γενική του δερμάτινου της δερμάτινης του δερμάτινου
    αιτιατική τον δερμάτινο τη δερμάτινη το δερμάτινο
     κλητική δερμάτινε δερμάτινη δερμάτινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δερμάτινοι οι δερμάτινες τα δερμάτινα
      γενική των δερμάτινων των δερμάτινων των δερμάτινων
    αιτιατική τους δερμάτινους τις δερμάτινες τα δερμάτινα
     κλητική δερμάτινοι δερμάτινες δερμάτινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δερμάτινος < αρχαία ελληνική δερμάτινος < δέρμα

  Επίθετο

επεξεργασία

δερμάτινος, -η, -ο

  1. κατασκευασμένος από επεξεργασμένο δέρμα ζώου
    δερμάτινο μπουφάν

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία