leather
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
leather | leathers |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαleather (en)
- (μη μετρήσιμο) το δέρμα, δερμάτινος, ζώου κατεργασμένο για να μετατραπεί σε ρούχο ή άλλο αντικείμενο
- ⮡ The grip of the sword was covered with leather for better handling.
- Η λαβή του σπαθιού ήταν καλυμμένη με δέρμα για καλύτερο κράτημα.
- ⮡ leather boots - δερμάτινες μπότες
- ⮡ The grip of the sword was covered with leather for better handling.
- (μόνο πληθυντικός) τα δερμάτινα, ρούχα που είναι φτιαγμένα από δέρμα