κολάρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κολάρο | τα | κολάρα |
γενική | του | κολάρου | των | κολάρων |
αιτιατική | το | κολάρο | τα | κολάρα |
κλητική | κολάρο | κολάρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κολάρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κολάρος < (άμεσο δάνειο) βενετική collaro[1] < υστερολατινική collāre < λατινική collaris < collum (λαιμός)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /koˈla.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐λά‐ρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακολάρο ουδέτερο
- πρόσθετος γιακάς
- περιλαίμιο
- γενικής χρήσης
- κόσμημα - κύλινδρος γύρω από τον λαιμό
- για ζώα
- μεταλλικό κυκλικός σύνδεσμος που χρησιμοποιείται στην σφράγιση ή στερέωση ενός κυλινδροειδούς
- (ιατρική) αυχενικό κολάρο, κολάρο αυχένα
- (προφορικό) ο αφρός της μπίρας στο ποτήρι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- του το φόρεσα κολάρο: τον κτύπησα στο κεφάλι με ένα αντικείμενο που έχει σταθερό πλαίσιο, κατά τρόπο ώστε αυτό να σχιστεί και το κεφάλι να περάσει μέσα από το πλαίσιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία κολάρο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κολάρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας