Δείτε επίσης: Κολάρο, Κολλάρο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κολάρο τα κολάρα
      γενική του κολάρου των κολάρων
    αιτιατική το κολάρο τα κολάρα
     κλητική κολάρο κολάρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
κολάρο πουκαμίσου
 
κολάρο σκύλου
 
ασθενής με αυχενικό κολάρο

  Ετυμολογία επεξεργασία

κολάρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κολάρος < (άμεσο δάνειο) βενετική collaro[1] < υστερολατινική collāre < λατινική collaris < collum (λαιμός)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /koˈla.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐λά‐ρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κολάρο ουδέτερο

  1. πρόσθετος γιακάς
  2. περιλαίμιο
    1. γενικής χρήσης
    2. κόσμημα - κύλινδρος γύρω από τον λαιμό
    3. για ζώα
  3. μεταλλικό κυκλικός σύνδεσμος που χρησιμοποιείται στην σφράγιση ή στερέωση ενός κυλινδροειδούς
  4. (ιατρική) αυχενικό κολάρο, κολάρο αυχένα
  5. (προφορικό) ο αφρός της μπίρας στο ποτήρι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • του το φόρεσα κολάρο: τον κτύπησα στο κεφάλι με ένα αντικείμενο που έχει σταθερό πλαίσιο, κατά τρόπο ώστε αυτό να σχιστεί και το κεφάλι να περάσει μέσα από το πλαίσιο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία