σκληρόκαρδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκληρόκαρδος < ελληνιστική κοινή σκληροκάρδιος[1] < αρχαία ελληνική σκληρός + καρδία. Μορφολογικά αναλύεται σε σκληρό- + καρδ(ιά) + -ος[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /skliˈɾo.kaɾ.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκλη‐ρό‐καρ‐δος
Επίθετο
επεξεργασίασκληρόκαρδος, η, -ο
- (κτητικό σύνθετο) που έχει «σκληρή» καρδιά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- σκληρόκαρδα
- σκληροκαρδία
- → δείτε τις λέξεις σκληρός και καρδιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκληρόκαρδος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ σκληρόκαρδος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας