σκληροκάρδιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκληροκάρδιος < ελληνιστική κοινή σκληροκάρδιος < αρχαία ελληνική σκληρός + καρδία
Επίθετο επεξεργασία
σκληροκάρδιος
- (λόγιο) άλλη μορφή του σκληρόκαρδος
- ※ O σκληροκάρδιος Φουρνιέ έφερεν επί των ώμων αυτού μικρόν σκίουρον δεδεμένον υπό αργυράς αλύσου. (Κωνσταντίνος Καβάφης, Oι απάνθρωποι φίλοι των ζώων)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις σκληρόκαρδος, σκληρός και καρδιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκληροκάρδιος
|