σκληροκάρδιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκληροκάρδιος < ελληνιστική κοινή σκληροκάρδιος < αρχαία ελληνική σκληρός (σκληρο-) + καρδ(ία) + -ιος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /skli.ɾoˈkaɾ.ði.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκλη‐ρο‐κάρ‐δι‐ος
Επίθετο
επεξεργασίασκληροκάρδιος, -α, -ο
- (λόγιο, κτητικό σύνθετο) άλλη μορφή του σκληρόκαρδος
- ※ O σκληροκάρδιος Φουρνιέ έφερεν επί των ώμων αυτού μικρόν σκίουρον δεδεμένον υπό αργυράς αλύσου. (Κωνσταντίνος Καβάφης, Oι απάνθρωποι φίλοι των ζώων)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις σκληρόκαρδος, σκληρός και καρδιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκληροκάρδιος
|