Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκληρόκαρδα < σκληρόκαρδος +

  Επίρρημα επεξεργασία

σκληρόκαρδα

  Μεταφράσεις επεξεργασία