σκληροκαρδία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκληροκαρδία < ελληνιστική κοινή σκληροκαρδία < αρχαία ελληνική σκληρός (σκληρο-) + καρδία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /skli.ɾo.kaɾˈði.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκλη‐ρο‐καρ‐δί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκληροκαρδία θηλυκό
- η ιδιότητα του σκληρόκαρδου
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- στενοκαρδία (ιατρική)
- → δείτε τις λέξεις σκληρόκαρδος, σκληρός και καρδιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκληροκαρδία