↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στενοκαρδία οι στενοκαρδίες
      γενική της στενοκαρδίας των στενοκαρδιών
    αιτιατική τη στενοκαρδία τις στενοκαρδίες
     κλητική στενοκαρδία στενοκαρδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στενοκαρδία < μεσαιωνική ελληνική στενοκαρδία[1] [2] < αρχαία ελληνική στενός + καρδία (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sténocardie [2] [3] ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική stenocardia[2])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στενοκαρδία θηλυκό

  1. (ιατρική) η στηθάγχη
  2. (μεταφορικά) η μικροψυχία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. στενοκαρδία - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. 2,0 2,1 2,2 στενοκαρδίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. στενοκαρδία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας