στενόκαρδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στενόκαρδος < στενός + -ο- + καρδιά + -ος (μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική engherzig[1] [2])
Επίθετο
επεξεργασίαστενόκαρδος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- στενόκαρδα
- στενοκαρδία
- → δείτε τις λέξεις στενός και καρδιά
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ στενόκαρδος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ στενόκαρδος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας