μίζερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μίζερος | η | μίζερη | το | μίζερο |
γενική | του | μίζερου | της | μίζερης | του | μίζερου |
αιτιατική | τον | μίζερο | τη | μίζερη | το | μίζερο |
κλητική | μίζερε | μίζερη | μίζερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μίζεροι | οι | μίζερες | τα | μίζερα |
γενική | των | μίζερων | των | μίζερων | των | μίζερων |
αιτιατική | τους | μίζερους | τις | μίζερες | τα | μίζερα |
κλητική | μίζεροι | μίζερες | μίζερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmi.ze.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μί‐ζε‐ρος
Επίθετο
επεξεργασίαμίζερος, -η, -ο
- που χαρακτηρίζεται από μιζέρια, από κακομοιριά
- που δεν του αρέσει τίποτα, που δεν ευχαριστιέται με τίποτα
- (σπάνιο) που είναι ανεπαρκής ποιοτικά ή ελλιπής (όχι για πρόσωπα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μίζερος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας