μιζέρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μιζέρια | οι | μιζέριες |
γενική | της | μιζέριας | — | |
αιτιατική | τη | μιζέρια | τις | μιζέριες |
κλητική | μιζέρια | μιζέριες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μιζέρια < (άμεσο δάνειο) ιταλική miseria < λατινική miser
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /miˈzeɾ.ʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐ζέ‐ρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμιζέρια θηλυκό
- ανέχεια, φτώχεια
- ※ Τα χρόνια εκείνα, που γίνονται τούτα που γράφω, οι άνθρωποι με όλες τους τις μιζέριες ζούσαν ξένοιαστοι, μ' ένα τρόπο. (Ασημάκης Πανσέληνος (1974). Τότε που ζούσαμε [αναμνήσεις])
- απαισιοδοξία, γκρίνια
- τσιγκουνιά
- είδος χαρτοπαίγνιου, στο οποίο νικά κάποιος με το χειρότερο φύλλο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μίζερος