ανέχεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανέχεια | οι | ανέχειες |
γενική | της | ανέχειας | των | ανεχειών |
αιτιατική | την | ανέχεια | τις | ανέχειες |
κλητική | ανέχεια | ανέχειες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαανέχεια θηλυκό