indigence
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαindigence (en)
- η ένδεια
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
indigence | indigences |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαindigence (fr) θηλυκό
indigence (en)
ενικός | πληθυντικός |
indigence | indigences |
indigence (fr) θηλυκό