ένδεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ένδεια | οι | ένδειες |
γενική | της | ένδειας | των | ενδειών |
αιτιατική | την | ένδεια | τις | ένδειες |
κλητική | ένδεια | ένδειες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ένδεια < αρχαία ελληνική ἔνδεια < ἐνδεής < ἐν + δέομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ένδεια θηλυκό
- η απόλυτη φτώχια, η στέρηση κάθε οικονομικού πόρου, η απορία
- (νομικός όρος): ελαφρυντική περίσταση μετριασμού ποινής
- (κατ’ επέκταση) η έλλειψη ηθικών ή πνευματικών μέσων ή αρετών
- υπάρχει σχετική ένδεια μελετών που βασίζονται σε μετρήσιμα στοιχεία (Στάθης Ν. Καλύβας, Ο καθρέφτης της κρίσης, εφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 5 Ιανουαρίου 2013)