Δείτε επίσης: ἐνδεής
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδεής η ενδεής το ενδεές
      γενική του ενδεούς* της ενδεούς του ενδεούς
    αιτιατική τον ενδεή την ενδεή το ενδεές
     κλητική ενδεή(ς) ενδεής ενδεές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδεείς οι ενδεείς τα ενδεή
      γενική των ενδεών των ενδεών των ενδεών
    αιτιατική τους ενδεείς τις ενδεείς τα ενδεή
     κλητική ενδεείς ενδεείς ενδεή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ενδεής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνδεής[1] < ἐνδέω (έχω ανάγκη, είμαι κατώτερος)[2] < ἐν + δέω

ενδεής, -ής, -ές

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη δέω

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ενδεής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.