ενδεής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /εn.ðεˈis/
- συλλαβισμός : εν‐δε‐ής
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ενδεής, -ής, -ές
- που ζει στερούμενος τα αναγκαία αγαθά, μέσα στην ένδεια, πολύ φτωχός
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη δέω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «ενδεής» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.