Δείτε επίσης: ενδεής
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐνδεής τὸ ἐνδεές
      γενική τοῦ/τῆς ἐνδεοῦς τοῦ ἐνδεοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἐνδεεῖ τῷ ἐνδεεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐνδε τὸ ἐνδεές
     κλητική ! ἐνδεές ἐνδεές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐνδεεῖς τὰ ἐνδε
      γενική τῶν ἐνδεῶν τῶν ἐνδεῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐνδεέσ(ν) τοῖς ἐνδεέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐνδεεῖς τὰ ἐνδε
     κλητική ! ἐνδεεῖς ἐνδε
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐνδεεῖ τὼ ἐνδεεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἐνδεοῖν τοῖν ἐνδεοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐνδεής < ἐν- + -δεής (ἐνδέω)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐνδεής, -ής, -ές, συγκριτικός:ἐνδεέστερος

  1. ανεπαρκής, ελλιπής, ατελής
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 108.2
    καὶ τὰς διώρυχας τὰς νῦν ἐούσας ἐν Αἰγύπτῳ πάσας οὗτοι ἀναγκαζόμενοι ὤρυξαν, ἐποίευν τε οὐκ ἑκόντες Αἴγυπτον, τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην πᾶσαν, ἐνδεᾶ τούτων.
    αυτοί έσκαψαν αναγκαστικά, και όλες τις διώρυγες που υπάρχουν σήμερα στην Αίγυπτο, και έτσι, χωρίς να το θέλουν, την Αίγυπτο που άλλοτε μπορούσε κανείς να τη διασχίσει ολόκληρη με άλογο και αμάξι, την έκαναν να μην έχει τίποτε από τα δυο.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 97.2
    ψιλῶν γὰρ ἀκοντιστῶν ἐνδεὴς ἦν μάλιστα
    είχε μεγάλη ανάγκη από ελαφριά οπλισμένους και από ακοντιστές
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Σόλων, 27.6
    ἀποφηναμένου δὲ τοῦ Σόλωνος ὅτι οἶδε Τέλλον αὑτοῦ πολίτην, καὶ διεξελθόντος ὅτι χρηστὸς ἀνὴρ ὁ Τέλλος γενόμενος καὶ παῖδας εὐδοκίμους καταλιπὼν καὶ βίον οὐδενὸς ἐνδεᾶ τῶν ἀναγκαίων ἐτελεύτησεν ἐνδόξως ἀριστεύσας ὑπὲρ τῆς πατρίδος,
    Ο Σόλων του απάντησε ότι γνωρίζει τον Τέλλο, τον συμπολίτη του, και του διηγήθηκε λεπτομερώς ότι ο Τέλλος, ένας ενάρετος άνθρωπος, που άφησε παιδιά με καλό όνομα και πέρασε τη ζωή του χωρίς να στερηθεί τίποτε από τα αναγκαία, πέθανε ένδοξα, πρώτος στη μάχη για την υπεράσπιση της πατρίδας του.
    Μετάφραση (2012): Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Ζ.Ε. Μαλαθούνη, @greek‑language.gr
     αντώνυμα: αὐτάρκης
  2. φτωχός, άπορος
  3. υποδεέστερος, κατώτερος
    ※  4ος πκε αιώνας Ἰσοκράτης, Παναθηναϊκός, 10
    Οὕτω γὰρ ἐνδεὴς ἀμφοτέρων ἐγενόμην τῶν μεγίστην δύναμιν ἐχόντων παρ᾽ ἡμῖν, φωνῆς ἱκανῆς καὶ τόλμης, ὡς οὐκ οἶδ᾽ εἴ τις ἄλλος τῶν πολιτῶν·
    Γιατί σε δύο πράγματα, στη δυνατή φωνή και στην τόλμη, που έχουν πάρα πολύ μεγάλη δύναμη εδώ σε μας, υστέρησα τόσο πολύ όσο δεν γνωρίζω αν έχει υστερήσει κάποιος άλλος από τους συμπολίτες μου.
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος.Ι. Γιαγκόπουλος - Ζ.Ε Μαλαθούνη, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
  4. (ως όρος της γραμματικής) ελλειπτικός
  5. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) (τὸ ἐνδεές): ένδεια, έλλειψη, ανεπάρκεια, ανάγκη

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία