Δείτε επίσης: ἄπορος, ἀπόρως, απόρως
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άπορος η άπορη το άπορο
      γενική του άπορου της άπορης του άπορου
    αιτιατική τον άπορο την άπορη το άπορο
     κλητική άπορε άπορη άπορο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άποροι οι άπορες τα άπορα
      γενική των άπορων των άπορων των άπορων
    αιτιατική τους άπορους τις άπορες τα άπορα
     κλητική άποροι άπορες άπορα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άπορος < αρχαία ελληνική ἄπορος < ἀ- στερητικό + πόρος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.po.ɾos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ˈa.po.ɾi/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ˈa.po.ɾo/ ουδέτερο

  Επίθετο

επεξεργασία

άπορος -η -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία