απορώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απορώ < αρχαία ελληνική ἀπορῶ
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
απορώ
- βρίσκομαι σε αδυναμία να δώσω απάντηση σε κάποιο ερώτημα, δεν καταλαβαίνω
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη άπορος