Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐνδεῶς < ἐνδεής

  Επίρρημα

επεξεργασία

ἐνδεῶς, συγκριτικός:ἐνδεεστέρως/ἐνδεέστερον

Συγγενικά

επεξεργασία