Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἱκανῶς < ικνέομαι

  Επίρρημα επεξεργασία

ἱκανῶς

  1. αρκετά

  Πηγές επεξεργασία