ενικός         πληθυντικός  
sordide sordides

  Επίθετο

επεξεργασία

sordide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. βρομερός, αισχρός
  2. αποκρουστικός, ρυπαρός, απεχθής
  3. υποβαθμισμένος, un sordide quartier de la ville