sordide
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sordide | sordides |
Επίθετο
επεξεργασίαsordide (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- βρομερός, αισχρός
- αποκρουστικός, ρυπαρός, απεχθής
- υποβαθμισμένος, un sordide quartier de la ville
ενικός | πληθυντικός |
sordide | sordides |
sordide (fr) αρσενικό ή θηλυκό