μίζερα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈmi.ze.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μί‐ζε‐ρα
Επίρρημα επεξεργασία
μίζερα (τροπικό επίρρημα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μίζερα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
μίζερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μίζερο