↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άκαρδος η άκαρδη το άκαρδο
      γενική του άκαρδου της άκαρδης του άκαρδου
    αιτιατική τον άκαρδο την άκαρδη το άκαρδο
     κλητική άκαρδε άκαρδη άκαρδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άκαρδοι οι άκαρδες τα άκαρδα
      γενική των άκαρδων των άκαρδων των άκαρδων
    αιτιατική τους άκαρδους τις άκαρδες τα άκαρδα
     κλητική άκαρδοι άκαρδες άκαρδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άκαρδος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄκαρδος[1] (όπως στο επίρρημα ἄκαρδα) < ελληνιστική κοινή ἀκάρδ(ιος) (δειλός) + -ος με δεύτερο συνθετικό -καρδος. Μορφολογικά αναλύεται σε α- στερητικό + -καρδος < καρδ(ιά) + -ος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.kaɾ.ðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐καρ‐δος

  Επίθετο

επεξεργασία

άκαρδος, -η, -ο

  1. (για άνθρωπο) που δεν έχει συναισθήματα, δε νιώθει αγάπη, οίκτο ή συμπόνια
     συνώνυμα: άσπλαχνος, άπονος, σκληρός
  2. (για ενέργεια) που δείχνει έλλειψη συναισθημάτων
     συνώνυμα: ανειλικρινής[2]
  3. (για άνθρωπο) δειλός, χωρίς γενναιότητα[2]

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη καρδιά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. άκαρδος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.