μυθομανία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μυθομανία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική mythomanie < αρχαία ελληνική μῦθος + μανία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυθομανία θηλυκό
- το να είναι κάποιος μυθομανής, η ιδιότητα του μυθομανούς
μυθομανία θηλυκό