μονομανία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονομανία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monomanie < αρχαία ελληνική μόνος + μανία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμονομανία θηλυκό
- (ψυχιατρική) αρρωστημένη κατάσταση από την οποία πάσχει ο άνθρωπος που διακατέχεται από μια έμμονη ιδέα
- (κατ’ επέκταση) το πάθος για κάτι