Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονομανής η μονομανής το μονομανές
      γενική του μονομανούς* της μονομανούς του μονομανούς
    αιτιατική τον μονομανή τη μονομανή το μονομανές
     κλητική μονομανή(ς) μονομανής μονομανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονομανείς οι μονομανείς τα μονομανή
      γενική των μονομανών των μονομανών των μονομανών
    αιτιατική τους μονομανείς τις μονομανείς τα μονομανή
     κλητική μονομανείς μονομανείς μονομανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονομανής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monomane < αρχαία ελληνική μόνος + μανία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mo.no.maˈnis/ αρσενικό ή θηλυκό
ΔΦΑ : /mo.no.maˈnes/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

μονομανής, -ής, -ές

είναι τόσο μονομανής με τον τζόγο, που δεν τον ενδιαφέρει τίποτα άλλο. Μήτε η οικογένειά του

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία