πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονομανής η μονομανής το μονομανές
      γενική του μονομανούς* της μονομανούς του μονομανούς
    αιτιατική τον μονομανή τη μονομανή το μονομανές
     κλητική μονομανή(ς) μονομανής μονομανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονομανείς οι μονομανείς τα μονομανή
      γενική των μονομανών των μονομανών των μονομανών
    αιτιατική τους μονομανείς τις μονομανείς τα μονομανή
     κλητική μονομανείς μονομανείς μονομανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mo.no.maˈnis/ αρσενικό ή θηλυκό
ΔΦΑ : /mo.no.maˈnes/ ουδέτερο

μονομανής, -ής, -ές

είναι τόσο μονομανής με τον τζόγο, που δεν τον ενδιαφέρει τίποτα άλλο. Μήτε η οικογένειά του

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία