Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νευροπαθής η νευροπαθής το νευροπαθές
      γενική του νευροπαθούς* της νευροπαθούς του νευροπαθούς
    αιτιατική τον νευροπαθή τη νευροπαθή το νευροπαθές
     κλητική νευροπαθή(ς) νευροπαθής νευροπαθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νευροπαθείς οι νευροπαθείς τα νευροπαθή
      γενική των νευροπαθών των νευροπαθών των νευροπαθών
    αιτιατική τους νευροπαθείς τις νευροπαθείς τα νευροπαθή
     κλητική νευροπαθείς νευροπαθείς νευροπαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νευροπαθής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική névropathe[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ne.vɾo.paˈθis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νευ‐ρο‐πα‐θής

  Επίθετο επεξεργασία

νευροπαθής, -ής, -ές

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία