Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξενομανία οι ξενομανίες
      γενική της ξενομανίας των ξενομανιών
    αιτιατική την ξενομανία τις ξενομανίες
     κλητική ξενομανία ξενομανίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξενομανία < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξενομανία. Συγχρονικά αναλύεται σε ξενο- + -μανία. Ο Πλούταρχος χρησιμοποιεί το ρήμα ξενομανῶ.[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξενομανία θηλυκό

  1. ο υπερβολικός θαυμασμός ξένων ηθών και εθίμων
  2. η μίμηση ξένων τρόπων ζωής

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία