ξενομανία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξενομανία < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξενομανία. Συγχρονικά αναλύεται σε ξενο- + -μανία. Ο Πλούταρχος χρησιμοποιεί το ρήμα ξενομανῶ.[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξενομανία θηλυκό
- ο υπερβολικός θαυμασμός ξένων ηθών και εθίμων
- η μίμηση ξένων τρόπων ζωής
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ξενομανία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας