↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξενομανής η ξενομανής το ξενομανές
      γενική του ξενομανούς* της ξενομανούς του ξενομανούς
    αιτιατική τον ξενομανή την ξενομανή το ξενομανές
     κλητική ξενομανή(ς) ξενομανής ξενομανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξενομανείς οι ξενομανείς τα ξενομανή
      γενική των ξενομανών των ξενομανών των ξενομανών
    αιτιατική τους ξενομανείς τις ξενομανείς τα ξενομανή
     κλητική ξενομανείς ξενομανείς ξενομανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξενομανής < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ξενομανής, -ής, -ές

  1. που θαυμάζει ξένα ήθη και έθιμα
  2. που μιμείται ξένους τρόπους ζωής

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία