ξενόφοβος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξενόφοβος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική xenophobe < αρχαία ελληνική ξένος + φόβος
Επίθετο
επεξεργασίαξενόφοβος, -η, -ο
- που είναι επιθετικός προς τους ξένους και τα ήθη και έθιμά τους
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξενόφοβος αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ξενοφοβία
- ξενοφοβικός
- → δείτε τις λέξεις ξένος και φόβος