Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξενόφιλος η ξενόφιλη το ξενόφιλο
      γενική του ξενόφιλου της ξενόφιλης του ξενόφιλου
    αιτιατική τον ξενόφιλο την ξενόφιλη το ξενόφιλο
     κλητική ξενόφιλε ξενόφιλη ξενόφιλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξενόφιλοι οι ξενόφιλες τα ξενόφιλα
      γενική των ξενόφιλων των ξενόφιλων των ξενόφιλων
    αιτιατική τους ξενόφιλους τις ξενόφιλες τα ξενόφιλα
     κλητική ξενόφιλοι ξενόφιλες ξενόφιλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξενόφιλος < ξενό- + -φιλος. Δείτε την αγγλική xenophile

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kseˈno.fi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐νό‐φι‐λος

  Επίθετο επεξεργασία

ξενόφιλος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Υπώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία